a

Eonia

Μερικά από τα οφέλη της κετογονικής διατροφής: Μείωση της όρεξης, της πίεσης, της ινσουλίνης, των τριγλυκεριδίων, θεραπεία ακμής, καλύτερη απόδοση, βελτίωση λειτουργίας του εντέρου.

Η κετογονική δίαιτα είναι μια πολύ χαμηλή σε υδατάνθρακες διατροφή, πλούσια σε καλό λίπος, μέτρια σε πρωτεΐνη, που αρχικά σχεδιάστηκε τη δεκαετία του 1920 για ασθενείς με επιληψία. Ωστόσο, πιο πρόσφατα έγινε ευρύτερα γνωστή, με τους ερευνητές να διαπιστώνουν ότι η αποφυγή υδατανθράκων οδηγεί σε κέτωση. Τι σημαίνει αυτό: Είναι μια φυσιολογική μεταβολική κατάσταση κατά την οποία ο ανθρώπινος οργανισμός καίει λίπος για καύσιμο, αντί για γλυκόζη (υδατάνθρακες), και η οποία συμβάλει καλή λειτουργία του οργανισμού.

Οι κετόνες είναι ένα χημικό προϊόν της οξείδωσης του αποθηκευμένου λίπους. Όταν το σώμα έχει εξαντλήσει το γλυκογόνο στο συκώτι, παράγει κετόνες και χρησιμοποιεί ενέργεια από το λίπος που είναι αποθηκευμένο στα λιποκύτταρα, εφόσον ο οργανισμός προσλαμβάνει λιγότερες θερμίδες από όσες χρειάζεται.

Δηλαδή, στην κετογονική δίαιτα βασική πηγή ενέργειας για τον οργανισμό είναι τα λιπαρά και όχι οι υδατάνθρακες, όπως συμβαίνει συνήθως. Όταν η αλλαγή από την καύση υδατανθράκων σε καύση του λίπους πραγματοποιείται μεταβολικά, τότε το σώμα επέρχεται σε λειτουργία κέτωσης.

Μέχρι ο οργανισμός να συνηθίσει τη συγκεκριμένη διατροφή απαιτείται μια περίοδος προσαρμογής μερικών ημερών ή και εβδομάδων. Στη φάση αυτή, η οποία χαρακτηρίζεται συχνά ως κετο-γρίπη (keto flu), μπορεί να εκδηλωθούν συμπτώματα όπως η κόπωση, η πνευματική σύγχυση, οι μυϊκές κράμπες, η διάρροια ή η ναυτία. Η χαμηλή πρόσληψη υδατανθράκων έχει επίσης σαν αποτέλεσμα να πέφτει το σάκχαρο του αίματος σε χαμηλά επίπεδα κι έτσι να παρατηρείται έλλειψη ενέργειας, κακή διάθεση, αλλά και επίμονη πείνα ή λιγούρα. Μια από τις πιο κλασικές «παρενέργειες» της κετογονικής δίαιτας είναι η κακοσμία του στόματος κι αυτό γιατί η ακετόνη, μία από τις κετόνες που παράγονται κατά τον μεταβολισμό των λιπαρών, κάνει την αναπνοή να μυρίζει δυσάρεστα.

Μόλις όμως ξεπεραστεί το πρώτο διάστημα προσαρμογής, τότε συνηθίζεται η άντληση ενέργειας από τα λιπαρά, μειώνονται οι «απαιτήσεις» του σώματος για μυϊκές πρωτεΐνες (για να μεταβολιστούν οι υδατάνθρακες) και συνεπώς μειώνεται ο ρυθμός καταβολισμού των μυών. Αυτή η διαδικασία έχει σαν αποτέλεσμα να μειώνονται οι απώλειες πρωτεΐνης και να διατηρείται η καθαρή μυϊκή μάζα του σώματος.

Στα οφέλη της κετογονικής δίαιτας περιλαμβάνεται ο καλύτερος έλεγχος του σακχάρου και της ινσουλίνης, γι’ αυτό και μπορεί να αποδειχθεί ωφέλιμη για τα άτομα με προδιαβήτη ή διαβήτη. Μελέτες επιστημόνων υποστηρίζουν ότι συμβάλει επίσης στη βελτίωση της μνήμης, στη μείωση του κινδύνου γλαυκώματος και των επιληπτικών κρίσεων. Η υιοθέτησή της δεν θέτει θερμιδικούς προσδιορισμούς, αλλά εστιάζει σε τροφές πλούσιες σε υγιεινά λιπαρά, επομένως θεωρείται ένα «βιώσιμο» διατροφικό πλάνο.

Στην κετογονική δίαιτα ο άνθρωπος καταναλώνει κρέας, ψάρι ή άλλα θαλασσινά, αυγά, μη αμυλούχα λαχανικά, ξηρούς καρπούς και σπόρους, αβοκάντο, βούτυρο γκι και χοιρινό λίπος. Πολύ συνηθισμένο είναι το κοκοφοινικέλαιο και η κρέμα ή τα γαλακτοκομικά προϊόντα πλήρη σε λιπαρά. Λόγω της περιορισμένης πρόσληψης υδατανθράκων, είναι δύσκολο να συμπεριληφθούν γαλακτοκομικά προϊόντα που περιέχουν λακτόζη, όπως είναι το γιαούρτι. Τα παλαιωμένα τυριά είναι συχνό κομμάτι της Κετογονικής δίαιτας.

Για τη συντήρηση της κατάστασης της κέτωσης, το κρέας και το ψάρι πρέπει να είναι λιπαρά, όπως είναι ο σολομός. Γι΄αυτό τον λόγο, ορισμένοι προσθέτουν στο κρέας βούτυρο ή λάδι. Αυτό συμβαίνει επειδή η μεγάλη πρόσληψη πρωτεΐνης μπορεί να αναστείλει την κέτωση.

Σημείωση: Η συμβουλή του γιατρού και του διατροφολόγου είναι απαραίτητη πριν την έναρξη οποιασδήποτε δίαιτας, ώστε να αξιολογηθούν οι πιθανοί κίνδυνοι και τα πιθανά οφέλη που θα προκύψουν ανάλογα με τις ανάγκες του κάθε οργανισμού και τη γενικότερη κατάσταση της υγείας κάθε ανθρώπου μεμονωμένα.

 

Ποιοι δεν πρέπει να κάνουν κετογονική διατροφή:

Όσοι πάσχουν από:

  • Νεφρική ανεπάρκεια
  • Αυξημένα ηπατικά ένζυμα
  • Πέτρες στα νεφρά
  • Ιστορικό παγκρεατίτιδας
  • Εκ γενετής ανωμαλία στη β-οξείδωση του λίπους
  • Εκ γενετής ανεπάρκεια σε καρνιτίνη
  • Πορφυρία